- αρρητοτόκος
- ἀρρητοτόκος, -ον (Μ)αυτός που γέννησε με τρόπο μυστηριώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + -τόκος < τίκτω (πρβλ. αγχίτοκος, αρρενοτόκος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άρρητος — η, ο (AM ἄρρητος, ον) ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος νεοελλ. άρρητα ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα μάραθα», «άρρατ αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα») αρχ. 1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός 2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός … Dictionary of Greek